- χασάς
- ο войлочная подстилка (под седло)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασάς — ο, Ν βλ. κασάς … Dictionary of Greek
CARCER Intimus — in versibus Varronis, apud Nonium, Nemini Fortuna currum carcere emissum intimo Labi inoffensum per aequor candidum ad calcem sinit: dictus est, qui alias intimum, ostium, quod primum primisque metis in Circo proximum erat. Vitam namque Varro com … Hofmann J. Lexicon universale
κασάς — και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς) νεοελλ. υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων αρχ. δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον … Dictionary of Greek